- σιναμώρευμα
- σῐνᾰμώρ-ευμα, ατος, τό,A a stolen dainty, Pherecr.230.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιναμώρευμα — τὸ, Α το να κλέβει κανείς από λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάμωρος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σιναμωρεύω] … Dictionary of Greek
σιναμωρεύματα — σιναμώρευμα a stolen dainty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)